Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἑτοιμασίαι, αἱ


Ερμηνεία:

[η ετοιμασία, της ετοιμασίας (προπαρασκευή για κάτι, απαραίτητες ενέγειες για αποδοχή κάποιου ή γιορτή]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ἑτοιμάζω , μελ. ἑτοιμάσω (ετοιμάζω, πορίζω, παρέχω γέρας < έτοιμος, -η, -ον (αληθής, φανερός, πραγματικός, παρασκευασένος), Καινή Διαθήκη 41 φορές. (ἑτοιμασία: Προς Εφεσ. 6,15)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι…  [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Kυτταρολογία: